- ἀπολείπομαι
- ἀπολείπωleave overpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπαπολείπομαι — Α μένω πίσω («ἰχθῡς... ὑπαπολείπονται ἐν ἰλύϊ βραχείᾳ», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀπολείπομαι «εγκαταλείπομαι, μένω πίσω»] … Dictionary of Greek
απολείπω — απόλειψα 1. λείπω από κάποιον, ελλείπω: Και στις δύσκολες μέρες του πολέμου και της Κατοχής δεν τους απόλειψε τίποτε. 2. το μέσ., απολείπομαι μένω πίσω, υστερώ από άλλον: Ο μικρότερός του γιος απολείπεται πολύ από το μεγάλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)